αντίληξις

αντίληξις
ἀντίληξις, η (Α)
η έφεση για αναθεώρηση της δίκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀντίληξις — motion for a new trial fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀντίληξιν — ἀντίληξις motion for a new trial fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”